Monday, March 18, 2013

Ο Ζωγράφος


Ζεστή μέρα.
Απ'τις μέρες που άχνα δεν βγάζεις.
Κι αυτός εκεί, ζωγραφίζει.
Τόσο συγκεντρωμένος, κόσμος γύρω του δεν υπάρχει.
Την αλήθεια ζωγραφίζει.
Ομορφοποιημένη.
Και σταματάει.
Κι αρχίζει και καίγεται.
Και βράζει.
Στάλα ιδρώτα πέφτει κι ακούγεται σαν βόμβα.
Και βαριανασαίνει.
Και σταματάει γιατί ξέρει πως δεν είναι έτσι.
Η αλήθεια δεν είναι έτσι, δεν την πλάθεις.
Τέτοια απόγνωση στα μάτια του και σηκώνεται.
Παίρνει τον κουβά, βουτάει το πινέλο βαθειά και με νεύρο, το βγάζει απότομα και μια μαχαιριά στον πίνακα.
Ένα τίναγμα.
Και το ξανακάνει. Κι άλλο.
Και είναι σαν να ξιφομαχεί.
Σαν να πολεμάει με το πινέλο του, τους δαίμονες που χώνονται μεταξύ του εαυτού του και του καμβά του.
Έτσι μπαίνει κι ο πόλεμος κι ο φόβος και το σκοτάδι.
Δεν ρωτάνε.
Αλλά τα νιώθεις, τα νιώθεις να έρχονται. Τα μυρίζεις.
Και μουδιάζεις.
Και γίνεσαι αδρανής.
Κι άλλο τίναγμα. Κι άλλη γρατσουνιά.
Αίματα παντού, βοές, τσιρίγματα.
Διαύγεια, φτίαχνει τις λεπτομέρειες στη γωνία.
Δύο βήματα πίσω.
Σαστίζει.
Άχνα.
Πού πήγε ο θόρυβος; Γιατί δεν φωνάζει κανένας άλλος;
Καίνε τα μάτια του, καίει το στήθος του.
Κοιτά τις μπογιές. Κοιτάει τα αίματα.
Τόσο πολύ αίμα για μια αθώα ψυχή.
Τόσο πολύ σκοτάδι για κάποιον που τρέφεται απ'το φως.
Γλιστράει το πινέλο απ΄το χέρι του.
Πέφτουν οι μπογιές.
Δεν ζωγραφίζει άλλο σήμερα.
Ένα παιδί έρχεται αθόρυβα και του πιάνει το χέρι.
Κάθονται και οι δύο σιωπηλοί κοιτάζοντας τον πίνακα.
Μισοτελειωμένος μοιάζει. Σαν να σε αφήνει να πεις τη δική σου κουβέντα.
Ένα μικρό, τόσο δα αεράκι από κάπου ξαφνιάζει.
Από αυτά που σου καθαρίζουν το πρόσωπο.
Σαν να έρχεται η μάνα σου να σε καθαρίσει από τις λάσπες που έπαιζες μικρός.
Και ανοιγοκλείνεις τα μάτια αργά.
Σφιχτά το κρατάει το παιδί, δεν το αφήνει.
Τι είναι μια μεταβολή; του λέει.
Έβγαλέ εκεί την ψυχή του και όποιος θέλει να δει, είδε.
Όποιος είναι ευγενικός αρκετά, ας την πάρει.
Έτσι κάνουν αυτοί, τέτοιου είδους ζωγράφοι.
Μια μεταβολή κάνανε κι αυτοί και φύγανε.
Το αριστούργημά του, είπανε.